- εκνευρίζομαι
- εκνευρίζομαι, εκνευρίστηκα, εκνευρισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… … Dictionary of Greek
νευριάζω — [νεύρο] 1. (μτβ.) εκνευρίζω, εξοργίζω, ερεθίζω κάποιον 2. (αμτβ.) εκνευρίζομαι, θυμώνω, εξοργίζομαι … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… … Dictionary of Greek
αρπάζομαι — αρπάζομαι, αρπάχτηκα, αρπαγμένος βλ. πίν. 24 Σημειώσεις: αρπάζομαι : χρησιμοποιείται σπάνια ως παθητικό του αρπάζω. Έχει κυρίως τη σημασία → οργίζομαι, εκνευρίζομαι (από κάτι που άκουσα κτλ.) ή καβγαδίζω, έρχομαι σε συμπλοκή με κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπαρουτιάζω — μπαρούτιασα, μπαρουτιασμένος 1. μτβ., ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον: Με μπαρούτιασε η αφέλειά του. 2. αμτβ., θυμώνω, εκνευρίζομαι υπερβολικά, εξοργίζομαι: Μπαρούτιασα με όσα μου είπε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)